- αιλουρος
- αἴλουροςион. αἰέλουρος ὅ и ἥ кот, кошка Her., Arph., Arst., Plut., Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αἴλουρος — cat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
αίλουρος — ο η αγριόγατα: Αναρριχήθηκε στο δέντρο σαν αίλουρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰελούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg αἰέλουρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰελούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl αἰέλουρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰελούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl αἰέλουρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούροις — αἴλουρος cat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούροισι — αἴλουρος cat masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)